- σατιρικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στη σάτιρα: Σατιρικός ποιητής.2. ως ουσ., σατιρικός ο ποιητής που σατιρίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σατιρικός — ή, ό, Ν [σάτιρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σάτιρα ως λογοτεχνικό είδος (α. «σατιρικό ποίημα» β. «σατιρικός συγγραφέας») 2. σκωπτικός, ειρωνικός («σατιρική διάθεση») 3. το αρσ. ως ουσ. ο σατιρικός συγγραφέας σατιρών. επίρρ... σατιρικώς… … Dictionary of Greek
Άβλιχος, Μικέλης — (Ληξούρι 1844 – Αργοστόλι 1917).Σατιρικός ποιητής, από τους τελευταίους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Κεφαλονιά και μετά ταξίδεψε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και… … Dictionary of Greek
Μολφέτας, Τζώρτζης — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1871 – 1916). Σατιρικός ποιητής, εκδότης σατιρικών εφημερίδων και μουσικός. Σε ηλικία 20, μόλις, χρόνων άρχισε να εκδίδει στο Αργοστόλι τη σατιρική εφημερίδα Ο Κολόμπος, την έκδοση της οποίας διέκοψε νωρίς, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
Σουρής, Γεώργιος — Έλληνας σατιρικός ποιητής (Ερμούπολη Σύρου 1853 Φάληρο 1919). Στα χρόνια των γυμνασιακών σπουδών του έζησε στην Αθήνα. Ο πατέρας του φιλοδόξησε να τον κάνει παπά, αυτός όμως προτίμησε, για ν’ αποφύγει το ιερατικό στάδιο, να ταξιδέψει μακριά.… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
ιαμβώδης — ἰαμβώδης, ῶδες (Α) [ίαμβος] ιαμβικός, σατιρικός … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
πουλολόγος — Μεσαιωνικό ποίημα του 14ου αι., γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Αποτελείται από 650 πολιτικούς στίχους. Ίσως το ποίημα γράφτηκε σε κάποια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι εξοικειώθηκαν με τα φραγκικά ήθη. Ο τίτλος του ποιήματος οφείλεται στο… … Dictionary of Greek
σατιριστής — ο, θηλ. σατιρίστρια Ν [σατιρίζω] αυτός που έχει την τάση να σατιρίζει, σατιρικός, σκωπτικός … Dictionary of Greek
σατυρικός — (I) ή, ό / σατυρικός, ή, όν, ΝΑ [Σάτυρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε Σάτυρο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σατυρικό δράμα 3. φρ. «σατυρικό δράμα» το τέταρτο και τελευταίο κατά σειρά δράμα, μετά από τις τρεις τραγωδίες, με το οποίο… … Dictionary of Greek